Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2008

Κιθάρα και ποτό

Ο ήχος ρυθμικών βημάτων ήταν ο πρώτος που έφτασε στα αφτιά της κοπέλας. Στην αρχή δεν μπορούσε να ξεχωρίσει αν ο επαναλλαμβανόμενος χτύπος που άκουγε ήταν μόνο στον ύπνο της ή αν πράγματι κάποιος βημάτιζε κοντά της αλλά σύντομα άνοιξε τα μάτια της και είδε έναν άνθρωπο ντυμένο στα γαλάζια να περπατάει από την μία άκρη του δωματίου στην άλλη και πίσω ξανά.
Ανασηκώθηκε ελαφρά και κοίταξε γύρω. Βρισκόταν ξαπλωμένη σε ένα κρεβάτι κάποιου δωματίου που δεν είχε ξαναδεί ποτε, είχε φοβερό πονοκέφαλο και ένιωθε έναν περίεργο πόνο στο μπράτσο της που ήταν δεμένο με επιδέσμους, αλλά το κυριότερο ήταν οτι δεν θυμόταν τίποτα από τη χθεσινή νύχτα.
"Που είμαι;" πήγε να πει, αλλά αντί αυτού ακούστηκε ένα χαμηλόφωνο μουρμουρητό, αρκετό πάντως για να τραβήξει την προσοχή του ανθρώπου που δεν είχε σταματήσει να περπατά πάνω κάτω.
"Μη σηκώνεσαι" είπε καθώς γύρισε προς το μέρος της, "χρειάζεσαι ξεκούραση έπειτα από ότι πέρασες χθες το βράδυ"
Η κοπέλα δεν πολυκατάλαβε τι της είπε αλλά δεν είχε έτσι κι αλλιώς καμία διάθεση να σηκωθεί. Ήθελε να ξαναπέσει για ύπνο, και θα το έκανε αν δεν ήταν αυτή η αίσθηση που την βασάνιζε οτι κάτι σημαντικό αγνοούσε, κάτι πολύ σημαντικό. Με μια δεύτερη προσπάθεια δοκίμασε την φωνή της και ρώτησε τον άνθρωπο δίπλα στο κρεβάτι. "Που βρίσκομαι;"
Ο άνθρωπος με την γαλάζια στολή πήρε μια καρέκλα και κάθισε. "Είσαι στον τομέα με τα δωμάτια των σωματοφυλάκων. Και συγκεκριμένα αυτό είναι το δικό μου. Μην ανησυχείς για τίποτα, είσαι ασφαλής εδώ."
Η απάντηση δεν ικανοποίησε την κοπέλα. "Και πως βρέθηκα εδώ;" ξαναρώτησε ανασηκώνοντας τον κορμό της και πιάνοντας το κεφάλι της με το δεμένο της χέρι πριν μια σουβλιά πόνου την αναγκάσει να το μαζέψει μπροστά από το στήθος της.
"Σε βρήκαμε χθες το βράδυ στο δωμάτιο του θείου σου. Είχες χτυπηθεί και αιμοραγούσες, για να μην αναφέρω το δηλητήριο. Έγινε μάχη από ότι κατάλαβα εκεί μέσα και κρίνοντας από την κατάσταση που βρήκαμε τον δούκα, μάλλον κέρδισες. Αλλά μη σε απασχολεί αυτό τώρα, πρέπει να ξεκουραστείς, το ματζούνι που είχε η λεπίδα του μαχαιριού θα σε ταλαιπωρήσει κάποιες μέρες ακόμα".
Τα λόγια αυτά μπέρδεψαν ακόμα περισσότερο την κατάσταση στο μυαλό της. Δεν θυμόταν καμία μάχη, ούτε κανένα μαχαίρι. Το τελευταίο πράγμα που θυμόταν ήταν η βόλτα στον κήπο με τον Φρανκ και μετά... τίποτα.
"Ο Φράνκ που είναι;" Ρώτησε ξανά με την ίδια και περισσότερη απορία με πριν.
Η ερώτηση έδειξε να ξάφνιασε τον οικοδεσπότη της. Προς στιγμήν σκέφτηκε να μην της απαντήσει, αλλά έτσι κι αλλιως θα έπρεπε να το θυμηθεί αργά η γρήγορα.
"Ο Φρανκ κοπέλα μου είναι νεκρός. Σκοτώθηκε χθες το βράδυ και ήσουν κι εσύ εκεί."
Στο άκουσμα αυτό το κενό μνήμης της γέμισε απότομα. Θυμήθηκε τον περίπατο, και τον δολοφόνο που ήρθε από τις σκιές. Θυμήθηκε πως της χάρισε την ζωή και πως αυτή πήρε του θείου της τον οποίο ο ασσασίνος ονόμασε ως υπάιτιο. Τα θυμήθηκε όλα και σχεδόν πετάχτηκε όρθια. Τα δυνατά χέρια του σωματοφύλακα όμως την συγκράτησαν στο κρεβάτι.
"Πρέπει να ξεκουραστείς, δεν είσαι ακόμα έτοιμη να σηκωθείς"
"Μα.. Μα.. πρέπει να βρω τον δολοφόνο...Άφησε με!!!"
"Κι εγώ αυτό θέλω να κάνω. Αλλά αμα δεν μείνεις στο κρεβάτι για όσο σου πω, το δηλητήριο θα σε σκοτώσει και κανείς μας δεν θα πετύχει αυτό που θέλει"
Η κοπέλα προσπάθησε να ελευθερωθεί μια δυό φορές ακόμα και ύστερα σταμάτησε να παλεύει. Ξαπλώνοντας πίσω παρατήρησε για πρώτη φορά προσεκτικά τον άνθρωπο που ήταν μαζί της στο δωμάτιο. Ήταν ψηλός και γεροδεμένος και είχε την κορμοστασιά ευγενή. Τα μαλλιά του κατάμαυρα και μακριά ξεχείλιζαν μέσα από το καπέλο και το προσεγμένο στριφτό μουστάκι του μαζί με ένα κοντό γενάκι στο πηγούνι ολοκλήρωναν την εικόνα ενός ανθρώπου που ενέπνεε κύρος και σεβασμό. Κάτι που δίχως άλλο συμπληρωνόταν από την γαλάζια στολή των σωματοφυλάκων του βασιλιά κεντημένη με το ανάλογο διακριτικό στο μέρος της καρδιάς.
Με περισσότερη ηρεμία πια η κοπέλα μίλησε στον σωματοφύλακα. "Και τι θέλετε ακριβώς από μένα κύριε..."
"...Αρμάντ, Αρμάντ ντε Νις" απάντησε με μια βαθειά υπόκλιση και βγάζοντας το καπέλο του ο σωματοφύλακας "συγχώρεσε με αλλά οι συνθήκες δεν μας επέτρεψαν να συστηθούμε. Κι εσένα... ή μήπως θα πρεπε να λέω, εσάς ποιό είναι το όνομά σας μικρή δουκέσα;"
"Αλίν με λένε. Και νομίζω οτι μετά τα προηγούμενα, ο πληθυντικός θα ήταν μάλλον υποκριτικός"
"Πολύ ωραία Αλίν. Ήθελες να μάθεις τι χρειάζομαι από σένα, μα φυσικά απαντήσεις. Βλέπεις εδώ και πολύ καιρό βρίσκομαι στα ίχνη μιας σέχτας δολοφόνων, των ίδιων που σκότωσαν τον αγαπημένο σου Φρανκ, αλλά μέχρι σήμερα δεν υπήρχε κανένας μάρτυρας για να μου δώσει πληροφορίες ή που να μπορεί να αναγνωρίσει κάποιον από αυτούς. Όλα αυτά όμως μέχρι σήμερα. Εσύ Αλίν είδες έναν από αυτούς επί το έργο και μπορείς να με βοηθήσεις να τους βρω. Θέλω λοιπόν να μου πεις όλα όσα θυμάσαι από το χθεσινό βράδυ."
Οση ώρα έλεγε αυτά ο σωματοφύλακας σηκώθηκε από την καρέκλα και κάθισε σε ένα μικρό γραφείο που ήταν στην άλλη μεριά του δωματίου. Από ένα συρτάρι τράβηξε μια κόλλα χαρτί, μια πένα και ένα μελανοδοχείο και ετοιμάστηκε να γράψει.
"Δηλαδή μου λες οτι δεν είναι μόνο ένας αλλά πολλοί σαν αυτόν που είδα εγώ" η Αλίν δεν περίμενε να ακούσει οτι μια ολόκληρη ομάδα δολοφόνων σχετιζόταν με αυτή και τον Φρανκ. Είχε αρχίσει να τρομάζει από την διάσταση που έπαιρνε το ζήτημα. Ένας δολοφόνος, ένα άτομο υψηλά ιστάμνενο όπως ο θείος της, τώρα ένας σωματοφύλακας του βασιλιά και η ίδια όλοι έδειχναν να έχουν μερίδιο σε κάτι που δεν μπορούσε πλέον να φανταστεί που θα τελείωνε. Την προηγούμενη νύχτα κυριευμένη από τα συναισθήματά της είχε διαπράξει και η ίδια φόνο. Κανονικά θα έπρεπε να είναι στο μπουντρούμι γι αυτό. Αλλά αντίθετα βρισκόταν να συνομιλεί ελεύθερα με έναν εκπρόσωπο του νόμου. Μόλις τώρα που το μυαλό της ήταν κάπως καθαρότερο αντιλαμβανόταν τι είχε συμβεί.
"Είναι σίγουρα οργάνωση, αυτός που είδες ήταν μόνο ο εκτελεστής. Αλλά αν συλλάβουμε αυτόν, τότε μπορεί να μας οδηγήσει στους ανωτέρους του."
"Και τι ακριβώς θες να μάθεις;" ρώτησε η Αλίν φανερά πιο φοβισμένη
"Τα πάντα, πως έμοιαζε, τι φορούσε, γιατί σας επιτέθηκε, τι σχέση είχε με τον δούκα. Πες μου ότι ξέρεις, μόνο ξεκίνα από την αρχή"



Ο Βιντσέντζο σήκωσε το ποτήρι του και κατέβασε ακόμα μια γουλιά από την άνοστη μπύρα του παλιού πανδοχείου στην όχθη του Σηκουάνα. Μια νύχτα και μια μέρα κάλπαζε για να φτάσει από το ανάκτορο των βασιλιάδων μέχρι το Παρίσι, την πρωτεύουσα του βασιλείου. Το Παρίσι ήταν εκείνη την εποχή το καλύτερο μέρος αν ήθελε κάποιος να εξαφανιστεί, οι ορδές ετερόκλητων ανθρώπων από όλες τις γωνιές τις Ευρώπης αλλά ακόμα και σκλάβοι ή έμποροι από την Αφρική ή την Αραβία σχημάτιζαν μια δίνη που κατάπινε οτιδήποτε το διαφορετικό. Μόνο έτσι, αν γινόταν ένα με το πλήθος είχε ελπίδες ο Βιντσέντζο να παραμείνει ζωντανός. Αν κατάφερνε να κρατήσει χαμηλό προφίλ και να μείνει κρυμμένος για αρκετό χρονικό διάστημα ίσως η οργάνωση να ξεχνούσε απλά την ύπαρξή του. Σε αυτό ήλπιζε αν και ήξερε από πρώτο χέρι οτι η οργάνωση ποτέ δεν ξεχνούσε την αποτυχία.
Το πανδοχείο αυτή την προχωρημένη ώρα της μέρας ήταν γεμάτο όπως σχεδόν όλα τα μαγαζιά που πρόσφεραν ύπνο και διασκέδαση στην πόλη. Ο ξενοδόχος πάσχιζε να ανταποκριθεί στις παραγγελίες των όλο και πιο μεθυσμένων πελατών, γυναίκες από την γύρω περιοχή έψαχναν όσους είχαν χρήματα για να ζεστάνουν την νύχτα τους και ένας βάρδος τραγουδούσε με την κιθάρα του γνωστούς σκοπούς που άναβαν το κέφι. Από το ακριανό τραπέζι ο Βιντσέντζο τα έβλεπε όλα αυτά αλλά το μυαλό του έτρεχε πίσω στους κήπους των βερσαλιών.
"Τι στο διάολο σκεφτόσουν Βιντσέντζο" έλεγε και ξανάλεγε στον εαυτό του, "η δουλειά είναι δουλειά και η αποτυχία σημαίνει θάνατο" ήταν το πρώτο πράγμα που έμαθε από τότε που μπήκε στην οργάνωση. Θυμήθηκε την μυστική τελετή όταν τον αποδέχτηκαν ως μέλος και του έδωσαν το σπαθί που τώρα βάραινε όλο και περισσότερο κρυμμένο κάτω από τον τρυπημένο μανδύα του. "Σαν ερπετό αδερφέ Βιντσέντζο. Γρήγορος και θανάσιμος." ήταν οι λέξεις του μύστη καθώς η τελετή τελείωνε και γινόταν πλέον μέλος της οικογένειας.
Ύστερα πάλι θυμήθηκε την κοπέλα στον κήπο.
Θυμήθηκε την κορμοστασιά της καθώς η λεπίδα ακουμπούσε τον κάτασπρο λαιμό της. Θυμήθηκε τα μάτια της. Αυτά τα γαλάζια συντριβάνια φωτιάς που τον έκαιγαν καθώς συναντούσαν τα δικά του, που τον ικέτευαν να την σκοτώσει αλλά ταυτόχρονα απαιτούσαν τον θάνατό του με έναν τρόπο που δεν είχε ξανιώσει ποτέ. Τελευταία θυμήθηκε την αντανάκλαση του φεγγαριού πάνω της. Θαρούσες πως αυτή και όχι το σεληνόφως φώτιζε τον κήπο, ήταν σαν το άγαλμα της παναγίας που έβλεπε όταν πήγαινε στην εκκλησία της γειτονιάς του μικρός στην Νάπολη. Όχι δεν θα έπαιρνε πάνω του μια τέτοια αμαρτία.
Οι ώρες πέρασαν και το πανδοχείο σιγά σιγά άδειασε, φτωχοί έμποροι ή εργάτες οι περισσότεροι πελάτες του έπρεπε να σηκωθούν νωρίς. Όσοι είχαν κλείσει δωμάτιο ανέβηκαν τις σκάλες για να κοιμηθούν και οι υπόλοιποι έφυγαν για τα σπίτια τους. Ο πανδοχέας μάζεψε τις εισπράξεις, έριξε μια τελευταία ματιά στον βάρδο και τον Βιντσέντζο, άφησε να του ξεφύγει ένα μεγάλο χασμουρητό και ανέβηκε και αυτός τις σκάλες.
Τώρα είχαν μείνει μόνο ο βάρδος που κούρδιζε την κιθάρα του χτυπώντας που και πού μερικές χορδές και ο Βιντσέντζο που τελείωνε την μπύρα του στο ακριανό τραπέζι.
"Δεν σου άρεσε η μουσική μου." Ο βάρδος μίλησε χωρίς να σταματήσει αυτό που έκανε.
"Τι σε κάνει να το λες αυτό;" απάντησε με κάποιο ενδιαφέρον ο Βιντσέντζο.
"Να, οση ώρα έπαιζα, όλοι λίγο ως πολύ τραγούδησαν. Εσύ πάλι δεν άνοιξες το στόμα σου"
"Λυπάμαι δεν ήθελα να σε προσβάλω" απάντησε ο Βιντσέντζο κοιτώντας αλλού και επιστρέφοντας τις σκέψεις του.
"Κάθε άλλο" ο βάρδος δεν πτοήθηκε "προσβολή είναι τα τραγούδια που παίζω"
Ο Βιντσέντζο ξαναγύρισε προς τον βάρδο "και γιατί τα παίζεις τότε;"
"Μα γιατί αυτή είναι η δουλειά μου. Παίζω αυτά που μου λένε για να τραγουδάνε, να πίνουν και να μεθάνε οι πελάτες. Έτσι βγάζω το ψωμί μου" ο βάρδος ανασήκωσε τους ώμους
"Ωραία όλα αυτά, αλλά γιατί μου τα λες; Τι με νοιάζουν εμένα" ο Βιντσέντζο έψαχνε να βρει κάποιο νόημα στα λόγια του συνομιλητή του.
"Υπέθεσα οτι για να μην σε ενδιαφέρουν αυτά τα τραγούδια, ίσως είσαι λάτρης του ωραίου. Μια ωραία μελωδία δεν συγκρίνεται με τίποτα" Έπιασε την κιθάρα του και ξεκίνησε να παίζει ένα σκοπό πολύ διαφορετικό από τους προηγούμενους. Η προσοχή του Βιντσέντζο αιχμαλωτίστηκε από αυτό που άκουγε. Οι χορδές της κιθάρας πάλλονταν και γέμιζαν τον χώρο με τον ήχο των κυμμάτων στο Σηκουάνα, ύστερα ο απαλός ρυθμός άλλαζε και γινόταν πιο παιχνιδιάρικος, σαν τα πλατσουρίσματα παιδιών στις όχθες του ποταμού και πιο μετά γινόταν νοσταλγικός, έπαιρνε την μορφή ενός αγοριού και ενός κοριτσιού που έτρεχαν κατα μήκος της ακτής γνωρίζοντας τον έρωτα για πρώτη φορά. Κάπου εκεί τελείωνε η μελωδία και ο βάρδος έπαιξε αργά τις τελευταίες συγχωρδίες.
"Όμορφο πράγματι" δεν μπορούσε παρά να θαυμάσει ο Βιντσέντζο.
"Όνειρό μου είναι ξέρεις μια μέρα να έρθω σε αυτό το μέρος και αντί για τα άθλια τραγούδια που παίζω ως τώρα να παίξω αυτό. Ξέρω πως θα χάσω την δουλειά μου, οι πελάτες είτε θα φύγουν, είτε θα εξοργιστούν που διαταράσω την διασκέδασή τους με ένα τέτοιο τραγούδι. Αλλά ακόμη και κανένας να μην καταλάβει γιατί, ακόμα και κανένας να μην αισθανθεί τίποτα. Εγώ θα έχω εκτελέσει το χρέος μου προς την μαγεία της ομορφιάς και η συνείδησή μου δεν θα βαραίνει πια."
Ο Βιντσέντζο σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς τις σκάλες. Στο πρώτο σκαλοπάτι σταμάτησε, γύρισε προς τον βάρδο και είπε "θα ήθελα να σου κάνω παρέα φίλε αλλά έχω μακρύ ταξίδι αύριο."
"Καλή νύχτα" ανταπάντησε ο βάρδος.

4 σχόλια:

K@terin@ είπε...

Στο πρώτο σκαλοπάτι σταμάτησε, γύρισε προς τον βάρδο και είπε "θα ήθελα να σου κάνω παρέα φίλε αλλά έχω μακρύ ταξίδι αύριο."
"Καλή νύχτα" ανταπάντησε ο βάρδος.
Συνέχισε να καταβαίνει τα σκαλιά γρήγορα ,το αεράκι φούσκωνε το μανδύα του. Ένοιωθε ελεύθερος και ζωντάνος , η τελευταία μελωδία που είχε ακούσει απο τον βάρδο τον είχε ζωντανέψει.


Άρχισε να τρέχει μέσα στα σκοτεινά στενάκια , η καρδία του χτύπαγε σαν τρελή και ο μανδύας συνέχιζε να ανεμίζει.Πρώτη φορά ένοιωθε έτσι
Ναι , ήταν ερωτευμένος. Τόλμησε να το παραδεχτεί. Αυτό το αγγελικό πρόσωπο είχε χαραχτεί στην καρδιά του και κάθε σκέψη του οδηγούσε σε αυτήν. Δεν τον πείραζε τίποτα πια , ήξερε ότι ήταν θέμα χρόνου να τον ανακαλύψουν.
Στάματησε μπροστά απο ένα πανδοχείο ξύλινο και ημιφωτισμένο. Θα έμενε για ένα βράδυ εδώ , σκέφτηκε ότι ήταν αρκετά απόμακρο και σκοτεινό. Ένα βράδυ και μετά θα άλλαζε ξανά ...


Ξάπλωσε στο κρεβάτι , δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Στριφογύρναγε για καμία ώρα και μισοκοιμόταν. Δεν άντεχε , θα γύρναγε να την βρεί και ας τον ανακαλύπτανε.Με αυτή την τρελή σκέψη ο Βιντσέντζο αποκοιμήθηκε.

Την ίδια ώρα , στην Ορλεάνη , η μικρή δουκέσα και δεν μπορούσε να κλείσει μάτι. Είχε συνέλθει και η μνήμη της επανερχόταν σταδιακά. Τα δάκρυα είχαν μουσκέψει το μαξιλάρι , η οργή ξεχύλιζε , ήθελε να ουρλιάξει.
Θα τον έβρισκε και θα τον σκότωνε με τα ίδια της τα χέρια.
Αυτός που της στέρησε τον Φράνκ θα πέθαινε μόνο τότε θα ηρεμούσε.


Ο Βιντσέντζο ζόυσε και ανάπνεε για εκείνην ... θα έφτανε η στιγμή που θα την έσφιγγε στην αγκαλιά του
Τι τραγικό και η Αλίν το ίδιο ζόυσε και ανάπνεε για εκείνον .. θα έφτανε η στιγμή που θα τον σκότωνε και ο θάνατος θα την λύτρωνε

*Κορίνα* είπε...

Έλα τώρα...
Απο την αρχή που λεει για τον εκτελεστή, μου φενόταν οτι κάτι γίνεται εδώ....
Α ρε Βιντσέντζο, δεν έχεις βέβαια ελπίδες...

Κατερίνα, τέλεια συνέχεια!!!!

ο φιλος του οικονομου είπε...

Consistency...
συνάφεια...
Μεγάλο πρόβλημα άμα λείπει, προσπαθώ να το προσέχω.

Κορίτσια με στενοχωρείτε...
ρίξτε μια δεύτερη ματιά

K@terin@ είπε...

spider:
σε ευχαριστώ .

φιλε του οικονομου :

γιατί στεναχωριέσαι δεν είπαμε και τπτ , όλα καλα