Κυριακή 11 Ιανουαρίου 2009

Η ευτυχία του Μάριο Ροσάλες

Ο Μάριο Ροσάλες ήταν καλλιτέχνης. Διεθνούς φήμης καλλιτέχνης.
Κάθε συλλέκτης ή φιλότεχνος που ήθελε να σέβεται τον εαυτό του, έπρεπε να έχει αποκτήσει ή έστω να έχει δει κάποιον πίνακα ή κάποιο γλυπτό ή να έχει διαβάσει κάποιο ποίημα από αυτά που φώλιαζαν στις καρδιές των φοιτητών ή ομόρφαιναν τις ομιλίες στις πάσης φύσεως εκδηλώσεις και ήταν όλα γραμμένα από τον Μάριο Ροσάλες.
Ο Μάριο Ροσάλες εκφραζόταν μέσα απ' την τέχνη και οι συμπτώσεις τα είχαν φέρει έτσι ωστε χιλιάδες άνθρωποι να τον ακούν. Ήταν ικανοποιημένος.

Τα έργα του Μάριο Ροσάλες ήταν ανεκτίμητα. Μπορούσε από την πώληση ενός και μόνο πίνακα να ζήσει άνετα για αρκετά χρόνια, εξάλλου πάντοτε ήταν ολιγαρκής και λακωνικός. Δεν πίστευε οτι τα χρήματα φέρνουν την ευτυχία και δώριζε τα περισσότερα σε ανθρωπιστικές οργανώσεις. Κρατούσε μόνο όσα του χρειάζονταν για να διατηρεί ένα μικρό σπίτι και ένα ατελιέ και να αγοράζει τα απαραίτητα. Δεν ζούσε μια ζωή μέσα στην χλιδή και την πολυτέλεια όπως πολλοί τον προέτρεπαν και όπως θα μπορούσε. Φροντιζε απλά να μην στερείται και ήταν ικανοποιημένος.

Ο Μάριο Ροσάλες είχε γνωρίσει τον έρωτα πολλές φορές. Λατίνος στις ρίζες του είχε το ταλέντο να σαγηνεύει τις γυναίκες και είχε συνάψει στην ζωή του πολλές σχέσεις, άλλες παθιασμένες και φλογερές, άλλες όχι τόσο. Όλες όμως πλούσιες σε εμπειρίες που άφηναν μια γλυκόπικρη σκέψη όταν τις θυμόταν. Εδώ και μερικά χρόνια ζούσε με την γυναίκα του που τον αγαπούσε και τον καταλάβαινε και αυτός την σεβόταν και την πρόσεχε. Ο Μάριο Ροσάλες είχε λοιπόν γνωρίσει πολλές φορές τον έρωτα στη ζωή του καθώς φυσικά και την απόριψη. Όταν όμως έτρεχε με το μυαλό του στα παλιά και έφτανε στο σήμερα, δεν μετάνοιωνε για τίποτα και ήταν ικανοποιημένος.



Ο Σαο Κι Μίνγκ ήταν αγρότης σε κάποια επαρχία της Κίνας. Από τότε που θυμόταν τον εαυτό του δούλευε με την οικογένειά του στους οριζόνες κάποιου γεωκτήμονα και τώρα που οι γονείς του είχαν πεθάνει και οι αδερφές του είχαν παντρευτεί και φύγει έμενε μόνος του στο πατρικό του σπίτι, μια καλαμένια παράγκα στις παρυφές του χωριού Ορόκι. Είχε μείνει μόνος του γιατί σε όλα τα χρόνια που είχε δουλέψει με τα πόδια βυθισμένα στις λάσπες των οριζόνων δεν είχε συγκεντρώσει χρήματα πέρα απ' την προίκα των αδερφών του και τώρα που αυτές είχαν πλέον φύγει αυτός ήταν μεγάλος, 27 χρονών, και φτωχός.

Δεν ήταν δηλαδή αυτό που θα έλεγε κανείς πρότυπο γαμπρού για καμία οικεγένεια και είχε δει πάνω από μία φορά την εκλεκτή της καρδιάς του να πατρεύεται κάποιον άλλο. Είχε μάθει όμως πια να το συνιθίζει και να μην στενοχωριέται γι αυτό.

Στον λιγοστό χρόνο που είχε για τον εαυτό του, όταν δεν υπάκουε στις προσταγές του γεωκτήμονα, είτε βρισκόταν με άλλους κατοίκους του χωριού και παίζανε ντάμα ή μάζονγκ, τα αγαπημένα του παιχνίδια, ή ζωγράφιζε με κάρβουνο που έπαιρνε από την φωτιά πάνω σε φύλα από ανοιγμένο μπαμπού. Οι λίγοι που είχαν δει τις ζωγραφιές του έλεγαν οτι ήταν όμορφες. Αλλά τι σημασία είχε;

Αυτά σκεφτόταν ο Σάο Κι Μίνγκ μια νύχτα καθώς γυρνούσε για ακόμη μια φορά κατάκοπος από τους οριζόνες. Αυτά στριφογύριζαν στο μυαλό του και δεν ήταν καθόλου ικανοποιημένος.
Έξαφνα εκεί που περπατούσε είδε με το αχνό φως του φαναριού κάτι να λαμπυρίζει στη λάσπη του δρόμου. Έσκυψε και το πήρε στα χέρια του, ήταν ένα μικρό μεταλλικό νόμισμα που θα μπορούσε να του αγοράσει ένα ακόμα πιάτο φαΐ και λίγο σάκε.

"Τι τυχερός που είμαι!". Σκέφτηκε, και γύρισε σπίτι του ευτυχισμένος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: