Ο φρέσκο με προσκάλεσε να παίξω στο παιχνίδι μου γράφεις μια ιστορία με δέκα φίλους σου bloggers και μετά πρέπει και αυτοί να γράψουν μια και πάει λέγοντας...
Θέλω να συμμετάσχω, μιας και είναι το πλέον ακίνδυνο blogoπαίχνιδο αλλά έχω ένα πρόβλημα. Οι bloggers που συναναστρέφομαι ζήτημα να είναι πέντε, όχι δέκα που χρειάζεται, και οι μισοί από αυτούς έχουν ήδη παίξει (αλήθεια, εδώ δεν κρύβεται ένας ατέρμων βρόχος;)
Οπότε είπα να γράψω μια άλλη άσχετη μικρή ιστορία. Αν κάποιοι βρείτε τους εαυτούς σας μέσα, έχει καλώς.
Ήταν και πάλι Παρασκευή. Ο Θεόδωρος Γραναρούλης σιχαινόταν τα απογεύματα της Παρασκευής. Πάντοτε προσπαθούσε να βρεί μια δικαιολογία να μείνει περισσότερο στα γραφεία του, οπου όλο και κάτι θα έβρισκε να περάσει την ώρα.
Βλέπετε ο Θεόδωρος Γραναρούλης ήταν μεγαλοστέλεχος γνωστού κολοσού που κατείχε το μονοπώλειο στην παραγωγή και διάθεση ολοκληρωμένων κυκλωμάτων με βάση τον παστουρμά και τα εκχυλίσματα αντζούγιας. Μπορούσε να καυχιέται οτι ως νεαρός όταν μπήκε στην εταιρεία, είχε παίξει σημαντικό ρόλο στην σύλληψη της ιδέας και εν συνεχεία στην διαμόρφωση ενός βιώσιμου μοντέλου παραγωγής του απόλυτου ενισχυτή οσμών χρησιμοποιώντας αποκλειστικά π-αν-π τρανζίστορ.
Η αξία της εταιρείας από τότε είχε εκτιναχτεί και ο Θεόδωρος είχε καταλήξει διευθυντής με δύο γραφεία σε κάθε όροφο και εταιρική άμαξα. Το χέρι του για εξηκοστή φορά το τελευταίο λεπτό πάτησε το κουμπί που καλούσε την γραμματέα του...
"Μάλιστε κύριε Γραναρούλη" η λεπτή φωνή της εικοσάχρονης υπαλλήλου ακούστηκε από το μεγάφωνο. "Τι θα θέλατε;"
"Χριστίνα, αν έρθει κάποιος να με δει πες του οτι είμαι φοβερά απασχολημένος"
"Μάλιστα κύριε"
"Γράψτο κάπου για να το θυμάσαι"
"Έχω ήδη γεμίσει ένα βιβλίο με αυτή την φράση σήμερα κύριε"
"Ε να το εκδόσεις τότε!" Είπε και έκλεισε την επικοινωνία.
Έριξε την πλάτη του στην καρέκλα και γέλασε με το αστείο του. Μετά από χίλιες τετρακόσιες σαράντα πέντε φορές ήταν ακόμα πετυχημένο.
Γιατί σιχαινόταν τόσο τις Παρασκευές; Τόσα χρόνια ακατάσχετης χαβιαροφαγίας και αχαλίνωτων σαδομαζοχιστικών οργίων στα υπόγεια της Σοφοκλέους, πάντα λίγο πριν την λήξη της συνεδρίασης, κόντευαν να σβήσουν από την μνήμη του τα απογεύματα της Παρασκευής των παιδικών του χρόνων. Η μητέρα του, ο πατέρας του και τα αδέρφια του, όλοι μαζί έβγαιναν σαν οικογένεια στην πλατεία της Ομόνοιας για να παίξουν με τα δέντρα, τα πουλάκια, τους ναρκομανείς. Να μάθουν, να γελάσουν και λίγο πριν γυρίσουν, αποκαμωμένοι από το παιχνίδι στο ζεστό τους δυάρι στην Κυψέλη η μητέρα του έβγαζε από μια σακούλα που είχε βρει κάποτε στα σκουπίδια ένα σάντουιτς με αντζούγιες και παστουρμά. Ύστερα το πέταγε στην Πανεπιστημίου και όποιος προλάβαινε να το πιάσει το έτρωγε.
Κάπως έτσι είχαν ξεκινήσει όλα... που ήταν τώρα η χαμένη του...//}{[\||-)%% αθωοτητα???
edit: κατόπιν αιτήσεως της αυτού αθωότητος έγινε μια μικρή αλλαγή στο τέλος του κειμένου.
Υγ: It's coming
4 σχόλια:
δεν αναγνωρίζω πουθενά τον εαυτο μου , κλαψ!!!!
Μήπως είσαι γυρισμένη... "πλάτη"
Ευχαριστω, ευχαριστω. Νιωθω οτι αποκατασταθηκε η ταξη. Ηταν υπερβολικα μεγαλη η Υμμητ.. εεε η τιμη θελω να πω και δε μπορουσα να σταθω στην ιδια προταση με την αυτης Ενεργειακοτητα.
ε κολακεύεις , κοκκινίζω !!!
Δημοσίευση σχολίου