Δευτέρα 26 Ιουλίου 2021

YHY... και κάτι ψιλά

Γειά σας, σήμερα μαζί σας ο Δον Ζουάν στη θέση του ΦΤΟ who did not do all the things we designed him to do.

Κάποτε είχαμε ένα αμάξι, αγορασμένο just before the towers fell, circa '99.

Πολύ του άρεσε του πατέρα μου αυτό το αμάξι, έλεγε θα το αλλάζει κάθε πέντε χρόνια. Χαλαρά το κρατήσαμε καμια δεκαπενταριά. 

Θέλω να βιώσω τη θλίψη μου, κάτω απο κλειστό ερκοντίσιον μόνο με το ανεμιστηράκι της κάρτας γραφικών. 
Αλλά δε μ' αφήνω, δε την έχω κερδίσει αυτή τη θλίψη και δεν μου αξίζει να την απολαύσω.

Δις εμβολιασμένος, πιστοποιημένος, εργαζόμενος, ελεύθερος να γαμήσω και να δείρω, έτοιμος να σκίσω κώλους... 
Άνιωθος, άγουρος, αιώνια κυνηγός και θήραμα ποτέ...΄Κάλπικος καλός άνθρωπος, ανεκπλήρωτος εσωστρεφής εγωιστής και βαθιά, βαθιά βαρετός.

Ένα θολό βιτρώ, παραλίγο όμορφο, εύθραυστο όσο και το χαρτί που το 'χουν τυλίξει. Να φαίνεται απλά από μακριά κι όποιος κοιτάξει μέσα να μην έχει καν τον σεβασμό να αηδιάσει κι αδιάφορα να στρέφει το βλέμα του στο τέμπλο.
Και να το θέλω τόσο πολύ, τόσο πολύ να έρθει ο επόμενος και να ξανακοιτάξει.

Είναι ωραίο να σκίζεις κώλους... να το δοκιμάσετε κάποια φορά, μη φοβηθείτε... πολύ.

Ζω σε διαφορά φάσης, ό,τι ο χρόνος μου χρωστάει... δήθεν, και  τώρα ψάχνω τη ρεβάνς; παίρνω τη ρεβάνς; σνιφάρω κόλλα και ταξιδεύω κουλουριασμένος στη γωνία του καινούριου καναπέ, κατουρημένος... επίτηδες, φορ εφέκτ; 
Ένα απ' αυτά σίγουρα.

Τελικά το πουλήσαμε το αμάξι... αλλά δε ξέραμε τι κάναμε. 
Κοιτούσα χαρούμενος καθώς έφευγαν όλα απο μπροστά μου και η πίσω πινακίδα έγραφε ΥΗΥ... και κάτι ψιλά.

Κυριακή 14 Ιουνίου 2020

Η διεθνής καπιταλιστική μεθοδολογία

Γειά σας σήμερα μαζί σας ο Τραμπάκουλας στη θέση του ΦΤΟ που δεν ξυπνάει πια μέσα του το κτήνος

"Πάντα θέλει να βγαίνει από πάνω."

Η βλάστηση είχε αρχίσει να πυκνώνει γύρω του όπως συνήθιζε να κάνει λίγο αφού ο Καρλ έπαιρνε το μονοπάτι που οδηγούσε απ' το σπίτι του στις παρυφές του δάσους. Δεν ήταν παρά 11 το πρωί και ήδη ένιωθε πολύ ταραγμένος.

"Γιατί δεν το καταλαβαίνει; Γιατί; Αφού ο Κραφτ φτιάχνει καινούριο εργοστάσιο και θα μας πάρει και τους δύο για δουλειά. Έστειλε τους ανθρώπους του να το διαδώσουν σε όλα τα γύρω χωριά για να το μάθουν όλοι. Σήμερα το πρωί είδα τους Μπάουερ να ετοιμάζονται να φύγουν."

Η σκέψη αυτή έκανε τον Κάρλ να σφίξει με το χέρι του την λαβή του όπλου νευρικά. Υπο άλλες συνθήκες θα ήταν χαρούμενος. Ποτέ δε τους είχε συμπαθήσει τους Μπάουερ. Μπορεί οι οικογένειες τους να γειτόνευαν εδώ και δεκαετίες και μπορεί ο πατέρας του να ήταν φίλος με τον γερο-Αδόλφο και μαζί να είχαν συνεφέρει τα χωράφια από τα οποία τώρα ζούσαν όλοι τους, αλλά πέρασαν πολλά χρόνια από τότε. Ο πατέρας του πέθανε και ο γερο-Αδόλφος έχασε το μυαλό του από τα γηρατειά. Τώρα αυτός και ο Γιόχαν είχαν την ευθύνη να ζήσουν τις οικογένειές τους. 

Δεν θυμόταν καν πως είχε ξεκινήσει αυτή η παγωμάρα μεταξύ τους, Ήταν εκείνα τα Χριστούγεννα μήπως, τα πρώτα που δε τους κάλεσαν για το τραπέζι ή εκείνη η φορά που ο Γιόχαν δε του δάνεισε το άλογο τότε που είχε αρρωστήσει το δικό του. Ήταν μήπως τη νύχτα με τη μεγάλη καταιγίδα που πλημμύρισε το υπόγειο των Μπάουερ και ο Κάρλ δεν πήγε να βοηθήσει;
Είναι δύσκολη δουλειά να βγάζεις το νερό κουβά με τον κουβά ενώ ακόμα βρέχει και να προσπαθείς να σώσεις ότι μπορεί να έχει μείνει στεγνό. Και στον Κάρλ ποτέ δεν άρεσε η δύσκολη δουλειά. 

Και αυτές τις μέρες όλα ήταν δύσκολη δουλειά. Τα χωράφια, τα ζώα και οι τιμές στην αγορά που όλο πέφτουν. Που όλο πέφτουν σε αυτά που πουλάει αυτός φυσικά, γιατί όλα τα άλλα ανεβαίνουν. Δεν θέλει ο κόσμος να αγοράζει φρέσκα λαχανικά όταν μπορεί να τα παίρνει σε κονσέρβες και να μη χαλάνε. Και τα κονσερβοποιεία δεν πληρώνουν ούτε όσα του κοστίζουν οι ζωοτροφές. 

"Ο Μπάουερ ήδη πούλησε τη γη του. Τώρα που ακόμα έχει αξία. Άμα δε πουλήσουμε τώρα σε λίγο δε θα τη θέλει κανείς. Πρέπει να τα πουλήσουμε όλα στον Κράφτ, όπως έλεγαν οι άνθρωποι του και με τα λεφτά να πάρουμε ένα διαμέρισμα στην πόλη. Κοντά στο νέο εργοστάσιο. Θα δουλεύουμε και οι δυο εκει. Θα είναι καλά."

Αυτό ήθελε να πει ο Κάρλ στη Λούκα, τη γυναίκα του. Αλλά όποτε πήγαινε να της μιλήσει δε τα κατάφερνε. Δε το είχε με τα λόγια. Δε το είχε με τα λόγια και πάντα η Λούκα κατάφερνε να τον τουμπάρει. Του έλεγε οτι ο Κραφτ δε θέλει το καλό τους, οτι θέλει να κάνει όλους τους ανθρώπους της περιοχής να δουλεύουν γι αυτόν. Γι αυτό αγοράζει την σοδειά τους σε τόσο χαμηλές τιμές, για το καινούριο κονσερβοποιείο. 

Ο Κάρλ δεν καταλάβαινε. Πως γίνεται να μη θέλει το καλό τους αλλά να τους δίνει δουλειές; Και σπίτια στην πόλη. Σίγουρα ήταν μικρά τα σπίτια, αλλά θα ήταν σπίτια στην πόλη. Ο Κάρλ δεν καταλάβαινε και γι αυτό εκνευριζόταν και μετά έπαιρνε το όπλο του και ερχόταν στο δάσος να κυνηγήσει. Ήταν ήρεμα στο δάσος, καθάριζε το μυαλό του. Το είχε πάρει απόφαση όταν γυρνούσε στο σπίτι δε θα σήκωνε κουβέντα. Θα πούλαγαν τα πάντα και θα έφευγαν.

Τη σκέψη του αυτή διέκοψε το πέταγμα ενός αγριοπερίστερου. Ο Κάρλ δεν έχασε χρόνο, σήκωσε την κάνη του και έκανε αυτό που ήξερε να κάνει καλά. 

Όταν γύρισε στο σπίτι ακούμπησε το αγριοπερίστερο στο τραπέζι και κάλεσε την γυναίκα του να κάτσει στο πλάι του. 

"Λούκα" της είπε. 
"Αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να συνεχιστεί άλλο. Η πάλη των τάξεων παραμένει ιστορικά αδικαίωτη, ενώ η διεθνής καπιταλιστική μεθοδολογία, σαμποτάρει την πρωτοβουλία της κολχόζνικης ιδιοκτησίας, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένας σεχταρισμός που αποπροσανατολίζει τις μάζες και τις αφήνει σε ένα τέλμα ιδεολογικής σύγχυσης με ανεπανόρθωτες συνέπειες, ανεπανόρθωτες συνέπειες επαναλαμβάνω, στην ανάπτυξη του κινήματος της εργατικής τάξης και της αποδέσμευσής της από τα ιμπεριαλιστικά δεσμά."

Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2019

"Levi Strauss & Co"

Γειά σας σήμερα μαζί σας ο ... στη θέση του ΦΤΟ που...

Πάλι αυτή η αναθεματισμένη αφίσα.
Μόνος στον αυτοκινητόδρομο ούτε καν θυμάσαι πότε συνάντησες άλλο αμάξι τελευταία φορά.
Τέτοια ώρα ο κόσμος κοιμάται ή διασκεδάζει , κανένας δεν είναι στον αυτοκινητόδρομο. Μάλλον σχεδόν κανένας

Η βελόνα δείχνει 120.
120 χιλιόμετρα την ώρα δε τα λες και πολλά σε άδειο δρόμο. Δε θέλεις να πηγαίνεις με λιγότερο αλλά βασικότερα, φοβάσαι να πας με παραπάνω.
Και κάθε τόσο προσπερνάς την αφίσα.

Τριγύρω σου πέρα απ τα στενά όρια που θέτει το σασί του αμαξιού βρίσκεται τώρα το δάσος. Ο δρόμος που οδηγάς διαγράφει μια, όπως κι αν το δει κανείς, παραφωνία στο πυκνό πράσινο των κωνοφόρων δέντρων. Στην Ελλάδα δεν βρίσκει κανείς τέτοια δάση, στο μυαλό σου έρχεται η Σκανδιναβία. You are pretentious like that.

Δεν την έχεις δει ποτέ από κοντά γι αυτό το πράσινο που σε περιτριγυρίζει είναι τόσο μουντό και επαναλαμβανόμενο. Αυτό το δάσος δεν έχει ήχους ή ζωή ή άλλα χρώματα γιατί δεν έχεις τίποτα να βάλεις εκεί. Γι αυτό μετά από μια στροφή και πάλι ξεπροβάλει η αφίσα.

Τα πόδια της τεντώνονται πάνω στον καναπέ. Όχι τελείως.. τα γόνατά της κάνουν μια μικρή γωνία. Δε φοράει παπούτσια, στο μυαλό σου δεν έχει φορέσει ποτέ.

Δεν ξέρεις πότε πέρασες το δάσος, δεν πρόσεξες καν πότε μπήκες αφού δεν κοιτάς δεξιά ή αριστερά. Τα πρώτα βενζινάδικα και δυο τρία κατατρεγμένα από τη βροχή και την αδιαφορία για την ίδια τους την ύπαρξη μοτέλ προαναγγέλουν την άφιξη της πόλης. Τα αστέρια χάνουν χωρίς αντίσταση τη μάχη με τα πρώτα σημάδια φωτορύπανσης. Θα ήθελες να μην ήταν έτσι αν το είχες προσέξει. Αλλά και πάλι το μόνο που τραβάει το βλέμμα σου έξω απ΄ την άσφαλτο είναι η αφίσα.

Φοράει τα εσώρουχά της, κάποιο σκούρο χρώμα πράσινο ή ίσως κόκκινο, δε σε νοιάζει. Δεν μπορείς να δεις καλά το πρόσωπό της μέσα απ τα ανακατεμένα καφετιά μαλλιά. Λίγο η νύχτα λίγο η σκέψη σου που τρέχει δέκα φορές όσο το αμάξι δε μπορείς να ξεχωρίσεις πολλά.

Η πόλη θα ήταν όλα όσα περίμενες από αυτή αν σε ένοιαζε να κοιτάξεις. Έχει τα πάντα, τα πάντα εκτός απ την αφίσα. Μπαίνεις στον πειρασμό να πατήσεις περισσότερο γκάζι αλλά τελευταία στιγμή διστάζεις. 120 χιλιόμετρα την ώρα δεν είναι πολλά αλλά αν πας με παραπάνω θα φτάσεις πιο γρήγορα και αυτό σε τρομάζει.

Τα πόδια του ελάχιστα ανοιχτά δείχνουν κάτι από χαλαρότητα έως αδιαφορία. Δε ξέρεις τι και η ιδέα αυτή τριβελίζει τον εγκέφαλο σου τόσο που τα μάτια σου θολώνουν. Οι λευκές διαχωριστικές γραμμές χάνουν τα όρια τους, τα περιγράμματα τους μπλέκονται το ένα με το άλλο και ελπίζεις μάταια στα φώτα κάποιου άλλου αμαξιού για να μείνεις στο δρόμο. Αλλά κάτι τέτοιο δεν υπάρχει.
Αυτό που σίγουρα υπάρχει είναι ο αστράγαλος της που παραδίδεται πάνω στο τζιν του.

120 ούτε χιλιόμετρο παραπάνω καθώς αφήνεις πίσω σου την έξοδο της πόλης. Πλησιάζεις και η ψυχή σου ξέρει πόσο φοβάσαι.
Αδιαφορεί για το δώρο της ζωής; Δεν εκτιμά τι του έχει δοθεί;
Χαλαρώνει δίπλα της; Τα πνευμόνια του φουσκώνουν αργά και απολαμβάνει τη μυρωδιά ενός ξέγνοιαστου πρωινού;

Η βελόνα δείχνει 0. Το ντεπόζιτο είναι άδειο, τριγύρω μόνο ερημιά. Έφτασες.
Και φυσικά μπροστά σου είναι η αφίσα.
Αυτή ξαπλωμένη στον καναπέ να ακουμπάει τα πόδια της πάνω σε ένα τζιν. Από τα βάθη της ψυχής σου εύχεσαι να γέμιζες αυτό το τζιν για μια μέρα.
Πάνω αριστερά στην αφίσα. Εκεί που ψάχνεις χωρίς τύχη για να μάθεις ποιός... γράφει
"Levi Strauss & Co"



Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2019

Μα δεν ανοίγω

Μέσα στο σπίτι κάθε τρίξιμο θαρρώ
πως θα γκρεμίσει τον μεγάλο πέμπτο τοίχο
Το φως τρεκλίζει στον ισχνό φωταγωγό
Μ' αυτό ο,τι βλέπω να χαρίσω προσπαθώ
Μα είναι λίγο

Χτυπάς την πόρτα μου να δεις αν είμαι εδώ
χωρίς να ξέρεις πως ποτέ μου δε θα φύγω
Απλώνω χέρι τη μορφή σου για να δω
Μου το φιλάς , μου το χαϊδεύεις σα μωρό
Μα δεν ανοίγω