Τρίτη 19 Αυγούστου 2008

Ο κύριος Πέννυφιδερ

Ο κύριος Πέννυφιδερ καθόταν στην αμμουδιά. Περνούσε σχεδόν όλη την ημέρα του κοντά στην θάλασσα, πότε βουτώντας τα πόδια του για να δροσιστεί και πότε ατενίζοντας την απεραντοσύνη της από μακριά. Ποτέ όμως αρκετά μακριά ωστε να του λείψει.

Ο κύριος Πέννυφιδερ γνώριζε.

Στεκόταν στην άκρη της παραλίας, εκεί ακριβώς που σκάει το κύμα και παρακολουθούσε. Δίπλα του ένα μικρό παιδί κρατώντας μια κίτρινη μάσκα ρωτούσε την μητέρα του χωρίς να λαμβάνει απάντηση.
"Μαμά, πόσους κόκους άμμου έχει αυτή η παραλία;"
"Δεν ξέρω παιδί μου. Πολλούς."
"Μαμά, πόσο μεγάλα είναι τα κύματα στον ωκεανό;"
"Δεν ξέρω παιδί μου. Μεγάλα."
"Μαμά όταν μεγαλώσω θα γίνω ναυτικός και θα διασχίσω τον ωκεανό με το καράβι μου. Λες θα τα καταφέρω;"
"Δεν ξέρω παιδί μου. Ίσως."

Ο κύριος Πέννυφιδερ ξαπλωσε πίσω χαμογελαστός. Χαμογελούσε γιατί γνώριζε.
Σιγά σιγά το πλατσούρισμα του κύματος στα ακροδάχτυλά του έγινε βαρετό. Σηκώθηκε και πήγε πιο ψηλά, στον ίσκιο ενός δέντρου που φύτρωνε στις παρυφές της άμμου. Ήταν πια νωρίς το απόγευμα όταν ξύπνησε από το μεσσημεριανό του ύπνο. Ο ίσκιος του δέντρου ήταν ότι έπρεπε γι αυτό, κάτι που φυσικά γνώριζε.

Νωχελικά σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς το λιμάνι, ήταν η ώρα που οι ψαράδες θα ανοίγονταν για να επιστρέψουν πάλι αφού ο ήλιος θα είχε από ώρα δύσει. Δίχτυα, κοφίνια, πετονιές και δολόματα φορτώνονταν τώρα στις βάρκες καθώς ο κύριος Πέννυφίδερ τις προσπερνούσε μια μια και η καλοκαιρινή αύρα του έφερνε τις σκέψεις των ψαράδων.

"Θα είναι καλή ψαριά σήμερα; Θα γεμίσουν τα δίχτυα;"
"Άραγε ο καιρός θα κρατήσει; Σύννεφα βλέπω από τα δυτικά"
"Ας ελπίσουμε οτι οι τιμές δεν θα πέσουν. Αλλιώς θα πρέπει να αλλάξουμε δουλειά"

Ο κύριος Πέννυφιδερ δεν μιλουσε. Δεν μιλούσε γιατί γνώριζε.
Περπάτησε πάνω και κάτω το λιμάνι πότε κοιτώντας τα ακούνητα νερά στο εσωτερικό και πότε σκαρφαλωνοντας τον λιμενοβραχίονα για να ακούσει και να δει τον παφλασμό του κύματος στην πέτρα. Η επαφή του ήλιου με την θάλασσα δεν θα αργούσε. Το ηλιοβασίλεμα θα ήταν όμορφο σήμερα. Η υγρασία της ατμόσφαιρας θα πρόσφερε πλήθος διαθλάσεων και θα έκανε το άρμα του Απόλλωνα να χάσει το σχήμα του, προς τέρψιν φυσικά των θνητών. Αρκετός κόσμος είχε μαζευτεί για να δει το ηλιοβασίλεμα σε κάθε μεριά της πόλης. Πολλοί προσπαθούσαν να μαντέψουν τα σχήματα που θα έπαιρνε ο ηλιακός δίσκος. Ο κύριος Πέννυφιδερ φυσικά γνώριζε.

Ο ήλιος είχε από ώρα τελειώσει το ταξίδι του και η σελήνη μεσουρανούσε όταν ο κύριος Πέννυφιδερ έφτασε ξανά στην παραλία. Τώρα όλα ήταν διαφορετικά, ψυχή δεν πατούσε στην άμμο και κανείς δεν διατάρασε τον παφλασμό των κυμάτων που έπαιζαν πια την δική τους μουσική. Δηλαδή σχεδόν κανείς. Μια φωτιά λίγο παρακάτω σηματοδοτούσε το κέντρο ενός τετραγώνου που τέσσερις φίλοι είχαν σχηματίσει με τα σώματά τους ξαπλωμένα πάνω στην αμμουδιά. Ο κύριος Πέννυφιδερ πλησίασε αθόρυβα. Από την συντροφιά κανείς δεν έβγαζε ήχο. Το τρίξιμο του καλαμιού στην φωτιά όμως ρωτούσε διαρκώς

"Θα μείνουμε μαζί όπως είμαστε τώρα; Ή θα γίνουμε ξένοι όταν σβήσει αυτή εδώ η φωτιά;"
"Θα είμαι κοντά τους όταν με χρειαστούν; Θα είναι κοντά μου όταν τους χρειαστώ;"
"Αύριο θα νοσταλγώ αυτή τη μέρα με χαρά; Ή θα προτιμήσω να την ξεχάσω;"

Ο κύριος Πέννυφίδερ σκυθρώπιασε. Σκυθρώπιασε επειδή γνώριζε.
Αθόρυβα όπως ήρθε άφησε πίσω του την συντροφιά και συνέχισε την περιπλάνησή του στην άκρη της θάλασσας. Λίγο πιο κάτω παρατήρησε ένα ζευγάρι που καθόταν και αυτό στην άμμο. Η ώρα ήταν περασμένη και χωρίς την προστασία μιας φωτιάς το κρύο αεράκι της θάλασσας έκανε την κοπέλα να τρέμει. Ο νέος πέρασε το χέρι του στους ώμους της και την τράβηξε κοντά του για να την ζεστάνει με το σώμα του αυτός, και αυτή με την αγάπη της.
Έτσι αγκαλιασμένοι έμειναν για ώρα να κοιτούν τον ουρανό. Ο κύριος Πέννυφιδερ στάθηκε σε κάποια απόσταση, δεν ήθελε να χαλάσει την στιγμή. Το καθρέφτισμα των άστρων όμως στα μάτια τους ρωτούσε συνεχώς.

"Πόσο θα διαρκέσει αυτή η στιγμή; Θα τελειώσει; Δεν θέλω να τελειώσει."
"Μπορεί η αγάπη μας να μείνει όπως τώρα; Ή καθώς τα αστέρια σβήνουν την αυγή έτσι κι αυτή θα σβήσει;"
"Θα μείνει αυτή η νύχτα σαν το σεληνόφως παντοτινή; Ή θα ναι άλλο ένα ωραίο αλλά νεκρό πια πεφταστέρι;"

Ο κύριος Πεννυφίδερ χάρηκε. Χάρηκε γιατί γνώριζε.
Το φεγγάρι έφτανε στην δύση του όταν ο κύριος Πέννυφιδερ πλησιάζε στο τελευταίο του συναπάντημα για τη νύχτα. Με βλέμμα άδειο και καρφωμένο στην σελήνη που έφευγε ένας νεαρός καθισμένος στην παραλία ούτε που πρόσεξε τον κυριο Πέννυφιδερ που τον πλησίασε αρκετά. Δάκρυα έτρεχαν στο πρόσωπό του θολώνοντας την ματιά του και πνίγοντας τις σκέψεις του.

Ο κύριος Πέννυφιδερ επενέβη. Επενέβη γιατί γνώριζε.
Χωρίς να ζητήσει άδεια πήγε και κάθισε δίπλα στον νεαρό και ακολούθησε το βλέμμα του.

"Το φεγγάρι"... ξεκίνησε ο κύριος Πέννυφιδερ, "Το φεγγάρι ήταν γεμάτο όπως και σήμερα και φώτιζε τους κήπους των Βερσαλιών..."

Δεν υπάρχουν σχόλια: